- Τι είναι η προληπτική καρδιολογία;
Η προληπτική καρδιολογία αποσκοπεί στην πρόληψη( πρωτογενής πρόληψη) αλλά και την δευτερογενής πρόληψη από αντίστοιχες καρδιακές νόσους. Βασική αρχή της αποτελεί o έλεγχος γνωστών παραγόντων κινδύνου, καθώς και ο εντοπισμός ατόμων με αυξημένο κίνδυνο, στα οποία είναι ιδιαίτερα σημαντική η παρέμβαση.
- Ποιοι είναι οι παράγοντες κινδύνου εμφάνισης καρδιακής νόσου;
Η προληπτική καρδιολογία εξετάζει τους παράγοντες κινδύνου εμφάνισης καρδιακής νόσου, οι οποίοι είναι οι εξής:
- Υπέρταση
- Περιφερική αρτηριοπάθεια
- Κάπνισμα
- Η αυξημένη LDL χοληστερίνη
- Η μειωμένη HDL χοληστερίνη
- Η ύπαρξη διαβήτη
- Η ηλικία
- Η κληρονομικότητα
- Η παχυσαρκία
- Καθιστική ζωή και μειωμένη σωματική άσκηση
- Κακή διατροφή
- Τι εξετάσεις πραγματοποιούνται στην προληπτική καρδιολογία;
Η σωστή και ολοκληρωμένη κλινική εξέταση καθώς και η λήψη του ιστορικού, αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο στη προσέγγιση, διάγνωση και εξατομικευμένη αντιμετώπιση του ασθενούς. Κατά την κλινική εξέταση ο γιατρός λαμβάνει με την ακρόαση σημαντικές πληροφορίες για να καθοδηγήσει τον περαιτέρω διαγνωστικό έλεγχο.
Μετά από την κλινική εξέταση, στην προληπτική καρδιολογία εκτιμάται ο καρδιακός κίνδυνος εντός 10ετίας, ο οποίος είναι πολύ σημαντικός στο σχεδιασμό από τον γιατρό του τρόπου μείωσης του κινδύνου αυτού. Συνεπώς είναι απαραίτητο να υπολογίσουμε τον 10ετή κίνδυνο εμφράγματος ή ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου για να σχεδιάσουμε με τον γιατρό μας τρόπο μείωσης αυτού του κινδύνου (Πρωτογενής Πρόληψη). Γνωρίζοντας λοιπόν τον 10ετή κίνδυνο για έμφραγμα ή εγκεφαλικό, μπορούμε να τον μειώσουμε διακόπτοντας το κάπνισμα, μειώνοντας το σωματικό μας βάρος, εφαρμόζοντας υγιεινή διατροφή και παίρνοντας φαρμακευτική αγωγή από τον γιατρό μας.
Μέσα στα πλαίσια που λειτουργεί η προληπτική καρδιολογία είναι και το τεστ κοπώσεως. Το τεστ κοπώσεως μας δίνει πληροφορίες για το πώς η καρδιά λειτουργεί κατά τη διάρκεια της άσκησης. Κατά την άσκηση η καρδιά λειτουργεί πιο γρήγορα και έντονα, οπότε ένα τεστ κοπώσεως μπορεί να αποκαλύψει προβλήματα που δεν διαπιστώνονται σε ηρεμία.
Ακόμα, σημαντικό είναι και το holter ρυθμού το οποίο χρησιμοποιεί ηλεκτρόδια και συσκευή καταγραφής για να παρακολουθήσει τον καρδιακό σας ρυθμό για 24-48 ώρες. Ο γιατρός αναλύει την καταγραφή λεπτό προς λεπτό για να διαγνώσει προβλήματα του καρδιακού σας ρυθμού.
Το holter πίεσης χρησιμοποιεί περιβραχιόνιο και συσκευή καταγραφής για να παρακολουθήσει την αρτηριακή σας πίεση για 24ώρες και ο γιατρός αναλύει την καταγραφή για να διαπιστώσει διαταραχές στην αρτηριακή σας πίεση.
Το ηλεκτροκαρδιογράφημα παρακολουθεί την καρδιά. Κάθε καρδιακός παλμός προκαλείται από ένα ηλεκτρικό ερέθισμα που φυσιολογικά παράγεται από ειδικά κύτταρα στο δεξιό κόλπο της καρδιάς. Ο γιατρός ελέγχει το ΗΚΓ για να διαγνώσει διάφορες νόσους της καρδιάς.
Οι εξετάσεις αίματος παίζουν κι αυτές σημαντικό ρόλο στην προληπτική καρδιολογία. Ο έλεγχος των λιπιδίων, λιποπρωτείνης Α, βιοδεικτών μπορεί να προλάβει ή και να προβλέψει διάφορα καρδιαγγειακά συμβάντα, την αρτηριακή πίεση, τον σακχαρώδη διαβήτη και την υπερλιπιδαιμία.
Τέλος, μπορεί να ζητηθεί και μια γενική εξέταση ούρων, η οποία θα δώσει και αυτή στοιχεία για ενδεχομένη πάθηση.
Ανάλογα με τα ευρήματα που θα μας δώσει η προληπτική καρδιολογία μπορεί να δοθεί από τον γιατρό και ο κατάλληλος τρόπος αντιμετώπισης, φαρμακευτικός ή μη, πχ φάρμακο για χοληστερίνη, διακοπή καπνίσματος, άσκηση , μεσογειακή διατροφή κ.α.
Στην πρωτογενή πρόληψη συγκαταλέγονται η διακοπή του καπνίσματος, η αύξηση της φυσικής δραστηριότητας, οι αλλαγές στη διατροφή, η μείωση του βάρους και η φαρμακευτική θεραπεία, η οποία συνιστάται συνήθως σε υγιή άτομα χωρίς άλλους παράγοντες κινδύνου με υψηλές τιμές που επιμένουν και αφορούν την αρτηριακή πίεση, την γλυκόζη, τα λιπίδια και την LDL χοληστερίνη.
Στην δευτερογενή πρόληψη, δηλαδή σε άτομα με διαγνωσμένη καρδιαγγειακή νόσο, όπως στηθάγχη, προηγούμενο έμφραγμα μυοκαρδίου, περιφερική αρτηριακή νόσο καθώς και διαβήτη τόσο τύπου-1, όσο και τύπου-2, πέρα από την διακοπή του καπνίσματος, την απώλεια βάρους και την σωματική άσκηση, η φαρμακευτική θεραπεία είναι πιο σημαντική.
Και στις δύο περιπτώσεις, ολόκληρη η θεραπεία εφαρμόζεται μετά από αξιολόγηση του συνολικού προφίλ-κινδύνου του κάθε ατόμου, αντί να βασίζεται σε μεμονωμένες εργαστηριακές παραμέτρους.